ἁγνότης

ἁγνότης
ἁγνότης
purity
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἁγνότητα — ἁγνότης purity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνότητι — ἁγνότης purity fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνότητος — ἁγνότης purity fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγνότητα — Ηθικοθρησκευτική έννοια που οι διάφοροι πολιτισμοί τής έδωσαν διαφορετικό περιεχόμενο, το οποίο όμως θα μπορούσε να οριστεί γενικά ως αποχή από τη σεξουαλική επαφή, είτε σχετική (μεταξύ αγάμων, συγγενών, μελών της ίδιας πατριάς κλπ.) είτε απόλυτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”